- κυνοπίθηκος
- ο макака
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνοπίθηκος — ο ζωολ. γένος πιθήκων τής οικογένειας cercopithecidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynopithecus < cyn(o) (< κυν(ο) *) + pithecus (< πίθηκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ.Γ.Σχινά και Ι.Ν.… … Dictionary of Greek